- προκαρκινικός
- -ή, -ό, Ν1. ιατρ. (για νόσο, βλάβη, δερματοπάθεια) αυτός στο έδαφος τού οποίου αναπτύσσεται συχνά καρκίνος ή που προηγείται καρκίνου2. φρ. «προκαρκινική κατάσταση»ιατρ. κάθε κυτταρική ατυπία ενός ιστού, που μπορεί να θεωρηθεί ως προστάδιο κακοήθους νεοπλάσματος, επειδή οδηγεί με υψηλό ποσοστό πιθανότητας στην ανάπτυξη καρκίνου.
Dictionary of Greek. 2013.